Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από φωτογραφίες που απέστειλε ο αναγνώστης μας Γιώργος Πριόβολος και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις» (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
Επεισόδιο ενδέκατο: «Η βρύση της λησμονιάς»
.
Ήτανε ένα από εκείνα τα ταξίδια που τα κάνεις πιο πολύ γιατί σε βασανίζει κάτι στο βάθος της ψυχής σου, παρά γιατί σε ευχαριστεί ο δρόμος.
«Τέτοια ταξίδια δεν είναι καλό να κάνεις. Αν όμως η ψυχή σου γαλήνη δεν μπορεί να βρει, τότε δεν είναι κακό να ψάξεις την γιατρειά όπου υπάρχει και λένε πως εκεί υπάρχει μια βρύση που το νερό της τρέχει εδώ και αιώνες. Κανείς δεν ξέρει από που έρχεται. Άλλοι λένε από την γη μέσα βαθιά, άλλοι από τους καταρράκτες που τρέχουν πιο πάνω στο βουνό, άλλοι πάλι πως αγίασμα είναι που πηγή στο ιερό της εκκλησιάς απέναντι έχει. Κάποιοι άλλοι λένε πως δεν είναι παρά μόνο μια βρύση που τρέχει νερό της ύδρευσης. Ένα έχω να σου πω εγώ πήγα, ήπια ξεδίψασα και λησμόνησα. Αλήθεια σου λέω παιδί μου, έτσι και πιείς νερό από τούτη την βρύση ξεχνάς ότι σε βασανίζει.»
Ο άνθρωπος που ούτε μεγάλος στα χρόνια ήταν για να του λείπει η γνώση, αλλά ούτε και μικρός για να μην του χει έρθει κοίταξε με δυσπιστία την κυρά που τα χρόνια της ήταν τόσα που ούτε χαμένα τα είχε ούτε τα ψέματα της ταιριάζανε. «Θα πάω» είπε ο άνθρωπος με την επιθυμία να ξεχάσει και πήρε τα χέρια της στα χέρια του, έσκυψε ευλαβικά και τα φίλησε. «Πρέπει να πας νωρίς το πρωί πριν βγει ακόμη ο ήλιος, να περπατήσεις στην ομίχλη που θαμπώνει τα μάτια, να είσαι προσεκτικός μην τυχόν και την προσπεράσεις. Μην τρομάξεις αν μπροστά σου μέσα στην αγκαλιά της ομίχλης δεις ένα μικρό στρατό από πεύκα ψηλά που έχουν για αρχηγούς τρία αδέρφια, το ένα καμαρωτό στέκει δίπλα στο άλλο, για δέντρα θα τα περάσεις μα είναι φύλακες και αδέρφια της βρύσης, να τα σεβαστείς και θα σε αφήσουν να την πλησιάσεις. Σαν την φτάσεις θα σκύψεις και θα πιείς τόσο όσο να ξεδιψάσεις, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Αυτό θα κάνεις για τρεις μέρες, νωρίς θα ξυπνάς και θα κοιτάς τον ήλιο που ξεπροβάλει πίσω από τα βουνά.»
Ο άνθρωπος που την λησμονιά αναζητούσε έκανε να φύγει τον σταμάτησε όμως η φωνή της κυράς «Αν ζωντανό στον δρόμο σου συναντήσεις, να του μιλάς μην τσιγκουνευτείς την καλημέρα σου, την καλησπέρα και την καληνύχτα. Αν σε κεράσουν θα δεχτείς το κέρασμα, να ζητήσεις βανίλια ‘’ υποβρύχιο’’ με νερό όμως από την βρύση, μετά να κεράσεις εσύ. Να μιλήσεις σε όσους σε πιάσουν κουβέντα και να τους ακούς, για να σε ακούνε. Αν σε τραβήξουν σε χορό να σηκωθείς να χορέψεις, πάνε δεν πάνε τα πόδια σου. Να χαμογελάς σε όσους σε χαμογελούν και αν κανείς σε στραβοκοιτάξει, πράγμα που δεν το νομίζω, εσύ να του χαμογελάσεις. Ύστερα να πας να πιείς ξανά νερό, μόνο έτσι θα λησμονήσεις ότι σε παιδεύει. Και κάτι τελευταίο αν άλογο δεις στάσου και θαύμασε την περηφάνια του, την τόλμη του, την λευτεριά που υπερασπίζεται κάθε φορά που τινάζει την χαίτη του. Άντε και καλό δρόμο να χεις. Άσχετο αυτό που θα σου πω με την βρύση αλλά κάνε και καμιά βόλτα στους καταρράκτες στο βουνό κι αν καλοκαίρι πας, ακόμη πιο ψηλά να δεις τους παγετώνες. Αν θες την πικρή μου αλήθεια εγώ νομίζω πως η βρύση της λησμονιάς νερό από κεί παίρνει. Πρόσεχε όμως ότι σου είπα κατά γράμμα να κάμεις. »
Έφυγε ο άνθρωπος που νόμιζε πως στην λησμονιά γιατρειά θα βρει. Ταξίδεψε μόνος την βρύση να ανταμώσει. Όσο τα βήματα του καταβρόχθιζαν τους δρόμους, οι σκέψεις του γινόταν ακόμη πιο πολλές, ότι τον προβλημάτιζε μπροστά του σάρκα και οστά λες και έπαιρνε. Κάθε τι που τον πίκρανε μπροστά του ορθωνόταν και τα «δόντια» του έδειχνε σαν αγριόσκυλο που θέλει να σε κατασπαράξει. Τους φόβους που έσπερναν όλοι αυτοί που τους βόλευε φοβισμένο να τον έχουν, αντίκριζε έναν προς έναν. Η κρίση του θόλωνε, το σωστό από το λάθος με δυσκολία ξεχώριζε. Ότι ήξερε έμοιαζε να μην υπάρχει. Αναρωτιόνταν που χάθηκε ο αγώνας και η προσπάθεια που έκανε όλα τα χρόνια που πήγε πως εξαφανίστηκε. Όσο βάδιζε τόσο πιο σίγουρος ήταν πως το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να ξεχάσει. Μέσα από τη λησμονιά θα έβρισκε ότι ο ίδιος έχασε και ότι του είχαν κλέψει.
Όταν έφτασε στον τόπο που θα εύρισκε λυτρωμό, στάθηκε και κοίταξε τριγύρω του. Μια πυκνή ομίχλη είχε απλώσει το πέπλο της σε όλο το χωριό. Πήρε τον πιο κεντρικό δρόμο μην λάχει και χαθεί. Ανέβηκε τα σοκάκια και μόνη παρέα είχε το πάτημα των ποδιών του στις πέτρες από τα καλντερίμια. Παντού πυκνή ομίχλη. Πρόσεχε τα βήματά του μήπως και γλιστρήσει. Πιότερο κάτω κοιτούσε παρά μπροστά. Και αυτό δεν γινόταν για πρώτη φορά έχασε λες την δύναμη μπροστά να κοιτά. Όταν κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι είδε να ορθώνονται μπροστά του τα τρία πανύψηλα έλατα που η κυρά του είπε. Ένα από αυτά κουνήθηκε. «Τι ψάχνεις ξένε και μόνος περπατάς χαράματα στο πέπλο της ομίχλης;» Άκουσε μια φωνή. Κάνεις δεν ήταν πλάι του η έστω πιο μακριά. Ποιος του μίλησε όμως; «Δεν θες να μας πεις;» ακούστηκε η φωνή. Όρκο θα έπαιρνε ο άντρας πως τα δέντρα λόγο απόκτησαν και τον ρωτούσαν. Δεν ταίριαζε αυτό καθόλου με την λογική του και έκανε να το προσπεράσει. Μα στο μυαλό του σβούρα γύριζαν τα λόγια της κυράς. Έτσι θεώρησε συνετό να απαντήσει. «Την βρύση που το νερό βοηθά όσους θέλουν να λησμονήσουν ψάχνω.» είπε. «Την αδερφή μας λοιπόν» άκουσε μια φωνή. «Αυτήν» αποκρίθηκε. «Να πας να ξεκουραστείς γιατί κουρασμένο θα σε ξεδιψάσει μα δεν θα σε κάμει να ξεχάσεις.» Είπε η φωνή. Έτσι και έγινε. Ο άντρας πήγε και κοιμήθηκε να ξεκουραστεί.
Είχε πάει σχεδόν μεσημέρι όταν ο ύπνος έφυγε από τα μάτια του και αυτά ξεκούραστα άνοιξαν. Έκανε ύπνο γλυκό και ελαφρύ έτσι όταν κατέβηκε από την κάμαρα του στην κουζίνα του ξενώνα για να χορτάσει την πείνα του, ήταν κεφάτος. «Καλημέρα» του είπε ο ιδιοκτήτης του ξενώνα «καλημέρα» είπε ο επισκέπτης και πιάσανε κουβέντα.
Μέχρι να φτάσει στην βρύση είπε πολλές «καλημέρες» μετά ακόμη περισσότερες «καλησπέρες» και όταν κουραζόταν και διψούσε πήγαινε και έπινε νερό από την βρύση της λησμονιάς. Ύστερα τον κέρασαν κρασί, κέρασε και εκείνος, ήπιαν και χόρεψαν. Ήπιε και χόρεψε και αυτός, σαν κουράστηκε από τον χορό και δίψασε πήγε στην βρύση της λησμονιάς και έσβησε την δίψα του. Σαν ήρθε το πρώτο βράδυ κατάκοπος έπεσε σε ύπνο βαθύ και μακάριος είδε όνειρα με νέους που γελούσαν έπαιζαν όργανα της μουσικής και χόρευαν.
Την επομένη σηκώθηκε πολύ νωρίς έφαγε κάτι στα γρήγορα πήγε στην βρύση και ήπιε νερό όχι πολύ τόσο όσο να ξεδιψάσει. Τράβηξε μιαν ανηφόρα και σαν βρήκε ένα ξέφωτο στάθηκε να δει τον ήλιο να ξεπροβάλει πίσω από το βουνό με τους παγετώνες. Ζεστάθηκε το κορμί του και αγαλλίασε η ψυχή του από το άγγιγμα του πρωινού ήλιου. Άκουσε μια βοή και θυμήθηκε τους καταρράκτες που του είπε η κυρά. Πήρε τον δρόμο να ανταμώσει το μεγαλείο τους. Τι και αν ο δρόμος ήταν μακρύς και κουραστικός, όταν έφτασε ένοιωσε ευτυχισμένος που είδε την ομορφιά και την δύναμή τους. Έμεινε εκεί μέχρι το απόγευμα και άφησε την ματιά του να ταξιδέψει σαν τα νερά από του καταρράκτες. Χωρίς λόγο στο μυαλό του θύμησες ήρθαν από τότε που ήταν ξέγνοιαστο παιδί και λάσπωνε τα ρούχα του, σαν έπαιζε με τα άλλα παιδιά ευτυχισμένος και λεύτερος.
Σαν γύρισε στο χωριό πλησίασε στην βρύση της λησμονιάς έσκυψε και ήπιε.
Στο καφενείο ήταν λίγες οι παρέες σαν έφτασε «καλωσόρισες» του είπαν και «καλώς σας βρήκα» αποκρίθηκε. Σαν τον ρώτησαν τι να τον κεράσουν αυτός ζήτησε βανίλια «υποβρύχιο» και όταν του είπαν πόση βανίλια εκείνος απάντησε «πολύ, με νερό όμως από την βρύση της λησμονιάς.» Τότε και κείνοι του τράταραν όλη την βανίλια του κουτιού και αντί για ποτήρι του βάλαν μια μεγάλη γυάλινη κανάτα. Το ευχαριστήθηκε αυτός το χωρατό το χάρηκαν και όλοι οι άλλοι γέλασαν όλοι με την ψυχή τους και έμειναν μέχρι αργά. Ήπιαν κρασί και χόρεψαν. Χόρεψε και μια κυρά έναν χορό πάνω σε ποτήρια. Λυγερόκορμη και όμορφη δεν πατούσε στη γη. Το στόμα του επισκέπτη ξεράθηκε από την λαχτάρα να την χορτάσει να χορεύει. Πήγε στην βρύση της λησμονιάς και ήπιε από το νερό της μέχρι να μαλακώσουν γλώσσα, μάγουλά και σαγόνια.
Το επόμενο πρωί ήπιε πάλι νερό είπε «καλημέρες» και χαμογελούσε σε όλους. Ήθελε να δει τους παγετώνες και πήρε τον δρόμο δεν βγήκε πολύ έξω από το χωριό και είδε ένα άλογο να σεργιανά στο λιβάδι. Το ζωντανό γύρισε και τον κοίταξε ύστερα τίναξε περήφανα την χαίτη του. «Περήφανα να κοιτάς μπροστά!» είπε το ζωντανό «Αυτό θα κάνω.» απάντησε χωρίς να το σκεφτεί ο άνθρωπος που ήθελε να λησμονήσει.
Όταν το βράδυ κουκουλώθηκε στα σκεπάσματά του είχε συντροφιά ένα χαμόγελο.
Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς έφτασε στην βρύση γονάτισε μπροστά της μα δεν ήπιε, δεν δίψαγε πια. Πήγε μόνο στο ξέφωτο να δει τον ήλιο να ξεπροβάλει και να νοιώσει την θαλπωρή της ζωής.
Του είπαν πολλά «Να μας ξανάρθεις» και απάντησε το ίδιο πολλές φορές «θα έρθω σίγουρα» του είπαν «να μας θυμάσαι» και τους αποκρίθηκε «Δεν θα σας λησμονήσω.»
Γύρισε πίσω και βρήκε την κυρά. «Μπας και έμαθες από που παίρνει η βρύση νερό και λησμονάς;» τον ρώτησε.
«Από τους ανθρώπους που ζουν κοντά της» απάντησε ο άνθρωπος και συμπλήρωσε «μόνο που η βρύση με το νερό της δεν σε βοηθά να λησμονάς, αλλά να θυμάσαι.»
Δεν την ξανάδε ποτέ την κυρά ο άνθρωπος που ήθελε να θυμάται.
Έστειλε όμως πολλούς στην «βρύση της λησμονιάς» για να… θυμηθούν.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ - 21-2-2021
Γιώργο Πριόβολε σε ευχαριστώ για τις φωτογραφίες και την εμπιστοσύνη.
Αφιερωμένο σε όλους τους μόνιμους και ξενιτεμένους κατοίκους του χωριού «Καταρράκτες» Τζουμέρκων.
0 Σχόλια
Kάθε αναγνώστης του kapa-news.gr μπορεί να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του στα σχόλια, όποιες κι αν είναι αυτές. Ωστόσο κάθε σχόλιο πρέπει να εγκριθεί από τους διαχειριστές της σελίδας, οπότε δημοσιεύεται λίγη ώρα μετά την καταχώρησή του. Τα μόνα σχόλια που απαγορεύονται και άρα διαγράφονται είναι όσα περιέχουν υβριστικές ή προσβλητικές εκφράσεις ή φωτογραφίες, αυτά που γράφονται μόνο για να προκαλέσουν αναταραχή ή προσωπική αντιπαράθεση με άλλους χρήστες (flaming), όσα διαφημίζουν εταιρίες, προϊόντα ή ανταγωνιστικές ιστοσελίδες και βέβαια τα κακόβουλα, βλαπτικά και επαναλαμβανόμενα μηνύματα (spam). Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας!